Φασήλιδος

Φασήλιδος
Φάσηλις
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιτύουσα — και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [πίτυς] 1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο 2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. τής Μιλήτου, τής Φασήλιδος, τής Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. τής Χίου, τών Σπετσών, τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”